- διωδυνος
- διώδυνοςδι-ώδῠνος2крайне болезненный, мучительный, жгучий
(σπαραγμός Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σπαραγμός Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διώδυνος — διώδυνος, ον (Α) ο υπερβολικά οδυνηρός … Dictionary of Greek
διώδυνος — with thrilling anguish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek